κακογερνώ

κακογερνώ
-άω και κακογεράζω
1. έχω άσχημα γεράματα, υποφέρω στα γεράματα
2. με το πέρασμα τού χρόνου αποκτώ μορφή άσχημου γέροντα
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κακογερασμένος, -η, -ο
αυτός που γερνά πρόωρα, που ασχημαίνει με το πέρασμα τού χρόνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακογερνώ — και κακογεράζω κακογέρασα, κακογερασμένος, περνώ κακά γεράματα, υποφέρω στα γεράματα: Όσοι δεν έχουν παιδιά και λεφτά κακογερνούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακογέρασμα — το [κακογερνώ] κακά γεράματα …   Dictionary of Greek

  • κακογεράζω — βλ. κακογερνώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”